Νικόλαος Φασούλας-Οικονομολόγος- Συγγραφέας

ads slot

Latest Posts:

ΣΚΕΨΕΙΣ & ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΕ 2 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (ΚΑΡΜΙΚΗ ΑΓΑΠΗ)




Η Μάρθα καθόταν όπως κάθε μέρα στο βενζινάδικο κάτω από το σπίτι της. Αυτό το μαγαζί ήταν η μόνη περιουσία που της άφησαν οι γονείς της πριν πεθάνουν.
Έμενε λίγα χιλιόμετρα έξω από το Αγρίνιο, το σημείο εκεί ήταν καλό πέρασμα και καθημερινά σταματούσαν για να βάλουν βενζίνη πολλά αυτοκίνητα.
Για τα δεκαεννέα χρόνια της Μάρθας όμως αυτός ήταν ένας τρόπος ζωής αρκετά ανιαρός. Υποσχέθηκε στον εαυτό της λοιπόν ότι θα ξεφύγει με κάθε τρόπο.  Η μόνη λύση που έβλεπε μπροστά της για να το πετύχει αυτό ήταν να «τρελαθεί» στο διάβασμα για να γράψει άριστα στις πανελλήνιες εξετάσεις και να εξασφαλίσει την είσοδό της σε κάποια σχολή οπουδήποτε, αρκεί να είναι μακριά από το Αγρίνιο.
Έτσι και έγινε. Δυο βδομάδες τώρα που ξεκίνησαν οι πανελλαδικές εξετάσεις δε σήκωσε κεφάλι από τα βιβλία. Διάβαζε παντού, τις ώρες που καθόταν στο βενζινάδικο και περίμενε να σταματήσει κάποιο αυτοκίνητο να βάλει βενζίνη, όταν έκανε τις δουλειές του σπιτιού, ακόμα και όταν έβγαινε στο δρόμο να πετάξει τα σκουπίδια.
Η μόνη στιγμή που η Μάρθα δε σκεφτόταν το διάβασμα ήταν όταν κοιμόταν. Τότε απασχολούσε το μυαλό της κάτι εντελώς διαφορετικό. Ένα όνειρο που έβλεπε από μικρή.
Στο όνειρο αυτό πρωταγωνίστρια ήταν η ίδια. Έτσι κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της έβλεπε τον εαυτό της να ζει μία δεύτερη ζωή.
Το περίεργο ήταν ότι το όνειρο αυτό εκτυλίσσονταν  αναλογικά με  την ηλικίας της. Όσο ήταν μικρή η ίδια, μικρό ήταν και το κοριτσάκι του ονείρου. Τώρα που έγινε κοπέλα, κοπέλα έγινε και το κοριτσάκι του ονείρου.
Επειδή όμως όταν κλείνουμε τα μάτια βλέπουμε αυτά που θέλουμε να δούμε, στο όνειρο αυτό δεν ήταν μόνη της. Τη συντρόφευε στο καθετί ένα αγόρι που μεγάλωνε κι’ αυτό μαζί της μέσα στο όνειρο.
Έκλεινε τα μάτια της και έβλεπε ότι μαζί μ’ αυτόν τον άνθρωπο έπαιζε μικρή, έκλαιγε, χαιρόταν, ζούσε όλες τις ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές που συνέβαιναν στο υποσυνείδητό της την ώρα που κοιμόταν. Ίσως επειδή έμεινε πολύ νωρίς μόνη είχε ανάγκη μια συντροφιά και κάλυψε αυτή την ανάγκη δημιουργώντας ένα φανταστικό πρόσωπο στο μυαλό της.
Παράξενο όνειρο πάντως! Το ακόμα πιο παράξενο ήταν ότι κάθε φορά που η Μάρθα έβλεπε αυτό το όνειρο ένιωθε ότι το ζούσε πραγματικά. Το είχε κάνει μέρος τη καθημερινότητάς της. Περίμενε πως και πώς να κοιμηθεί για να δει τι θα συμβεί στο όνειρό της.

œ

Ένα πρωινό που η Μάρθα καθόταν στο βενζινάδικο και διάβαζε για το τελευταίο μάθημα των πανελλαδικών εξετάσεων, που θα το έδινε σε δύο μέρες, την επισκέφθηκε η φίλη της η Αλίκη. Είπε και εκείνη να χαλαρώσει λίγο από το διάβασμα του τελευταίου μαθήματος των πανελλαδικών και δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος από λίγη κουβέντα με τη φίλη της.
Πήρε λοιπόν το ποδήλατό της και ξεκίνησε για το σπίτι της Μάρθας. Όταν έφτασε κοίταξε στο βενζινάδικο και την είδε χωμένη μέσα στα βιβλία και τα τετράδια. Στάθηκε στη πόρτα και της είπε.
«Ε…! Φιλενάδα, παράτα για λίγο αυτά τα διαλοβιβλία! Δε τα βαρέθηκες;».
Η Μάρθα σήκωσε τα μάτια της από τα βιβλία και της είπε. «Καλημέρα Αλικάκη! Πέρασε, να κάνω καφεδάκι;». Η Αλίκη μπήκε μέσα στο μαγαζί και της είπε.
«Βάλε με πρώτα να καθίσω σε μια καρέκλα γιατί θα σωριαστώ κάτω. Αυτές οι έρμες οι πανελλαδικές με εξαντλήσανε!».
Κατανοώντας την ανάγκη της Αλίκης η Μάρθα της προσέφερε μία καρέκλα να καθίσει και της είπε.
«Άντε υπομονή, ένα μαθηματάκι ακόμα και μετά φοιτήτριες σε μια μεγαλούπολη μακριά από δω». Έπειτα ξεκίνησε να φτιάχνει δυο ελληνικούς καφέδες. Σε μια γωνιά του μαγαζιού είχε όλα τα απαραίτητα σύνεργα. Ένα μικρό καμινέτο, ένα μπρίκι, καφέ και ζάχαρη.
Σε δύο λεπτά ήταν έτοιμοι και πολύ περιποιημένοι, με μία φουσκάλα στο κέντρο ο καθένας. Τους έβαλε σ’ ένα μικρό δίσκο και τους σέρβιρε στην Αλίκη. Εκείνη ήπιε μια γουλιά από το δικό της φλιτζάνι και είπε με ευχαρίστηση. «Αχ! Αυτό το καφεδάκι μου χρειαζότανε μετά από τόσο διάβασμα». Έπειτα ρώτησε τη Μάρθα. «Εσύ πως τα πας με το διάβασμά σου;».
«Πολύ καλά! Διαβάζω ασταμάτητα από χθες το βράδυ για το τελευταίο μάθημα».
«Μη το παρατραβάς Μαρθούλα, δε κάνει καλό τόσο πολύ διάβασμα». Ήταν η συμβουλή της Αλίκης προς τη φίλη της.
Η Μάρθα όμως ήταν προσηλωμένη στο στόχο της και έτσι της είπε. «Ήταν καλή ευκαιρία για διάβασμα. Το βενζινάδικο διανυκτέρευε και δεν πάτησε ούτε ένα αυτοκίνητο να βάλει βενζίνη. Άνοιξα τα βιβλία μου λοιπόν και διάβαζα όλη νύχτα».
«Να πας να ξεκουραστείς όμως τώρα».
«Θα πάω μόλις πιούμε τα καφεδάκια. Θα κλείσω τα μάτια και θα ονειρευτώ το καλό μου!».
«Πάλι αυτή η ιστορία με το όνειρο;! Δεν αντέχω!». Της είπε αγανακτισμένη η Αλίκη.
Η Μάρθα είχε εμπιστευτεί στη φίλη της όλη αυτή την ιστορία με το παράξενο όνειρο. Εκείνη τη θεωρούσε εντελώς παράλογη και δεν ήθελε ν’ ακούσει.
Όμως η Μάρθα δεν πτοούνταν από αυτό. Συνέχιζε πάντα να πιστεύει στ’ όνειρό της και δεν της έδινε σημασία. Έτσι της είπε.
«Δε ξέρω τι λες εσύ Αλίκη, αλλά εμένα οι γονείς μου με μάθανε να πιστεύω στα όνειρα. Αυτός ο άνθρωπος που βλέπω όταν κλείνω τα μάτια κάπου υπάρχει και με περιμένει. Δεν ήρθε η ώρα ακόμα να τον βρω».
«Καλά ζήσε στο κόσμο των ονείρων σου εσύ». Της απάντησε η Αλίκη αδιάφορα. Η συζήτηση των δύο φιλενάδων συνεχίστηκε για άσχετα θέματα.
Σ’ ένα δίωρο η Αλίκη σηκώθηκε να φύγει. Η Μάρθα τη ξεπροβόδισε λέγοντας. «Να πας στο καλό Αλικάκη, θα τα πούμε στις εξετάσεις μεθαύριο».
«Πάω να συνεχίσω το διάβασμα. Εσύ πήγαινε ξεκουράσου και διαβάζεις αργότερα πάλι».
«Εντάξει».
Αφού έφυγε η Αλίκη, η Μάρθα έκλεισε το βενζινάδικο και ανέβηκε στο σπίτι της. Μαγείρεψε κάτι πρόχειρο και κάθισε να φάει μόνη της.
Ξαφνικά εκεί που έτρωγε συνέβη κάτι μεταφυσικό! Ήρθε και κάθισε απέναντι της το είδωλο του νεαρού που έβλεπε στον ύπνο της.
Όπως ήταν φυσικό η Μάρθα ξαφνιάστηκε. Έκλεισε τα μάτια της να δει μήπως ονειρεύονταν αλλά όταν τ’ άνοιξε το είδωλο του νεαρού ήταν ακόμα απέναντί της. «Δεν είναι δυνατόν!». Είπε άναυδη και συνέχισε. «Αφού δε κοιμάμαι, πως μπορώ και σε βλέπω».
«Πήγαινε να κοιμηθείς, έχω πράγματα να σου πω και να σου δείξω». Της είπε το είδωλο του νεαρού και εξαφανίστηκε.
Η Μάρθα παράτησε το φαγητό όπως ήταν. Πήγε στο δωμάτιό της και ξέστρωσε με νευρικότητα το κρεβάτι. Δε πρόλαβε να κλείσει τα μάτια της και να κοιμηθεί, αμέσως εμφανίστηκε ο νεαρός του ονείρου και της είπε.
«Έλα πάμε».
«Που;». Τον ρώτησε εκείνη.
 «Θα δεις». Της απάντησε ο νεαρός και τη κράτησε από το χέρι. Ξαφνικά βρέθηκαν ως διά μαγείας στο προαύλιο χώρο ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος.
«Τι είναι εδώ;». Ρώτησε με απορία το νεαρό η Μάρθα.
«Από δω θα ξεκινήσεις τη ζωή σου και θα χτίσεις το μέλλον σου».  Το μάτι της Μάρθας έπεσε πάνω στην επιγραφή με τα μεγάλα γράμματα που έγραφε:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

«Ειλικρινά δε καταλαβαίνω τίποτα!». Είπε, και η απάντηση του νεαρού ήταν:
«Μη βιάζεσαι να εξηγήσεις πράγματα στη ζωή σου Μάρθα που είναι προγραμματισμένα να γίνουν στο χρόνο τους. Έλα να φύγουμε από δω, θέλω να σε πάω και κάπου αλλού».
Ως διά μαγείας πάλι βρέθηκαν σ’ ένα σταθμό τρένων. Καθόταν και κοιτούσαν ένα τρένο από στο οποίο μπαινόβγαινε πολύς κόσμος.
«Γιατί μ’ έφερες εδώ;». Ρώτησε η Μάρθα τον νεαρό και εκείνος της απάντησε.
«Θέλω να παρατηρήσεις καλά αυτό το τρένο, σ’ ένα από τα βαγόνια του είμαι και εγώ».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα του σταθμού που έλεγε:
“ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΘΡΑΚΗ ΑΝΑΧΩΡΕΙ ΣΕ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ”

Ο νεαρός άφησε την ανακοίνωση να ακουστεί και έπειτα είπε στη Μάρθα. «Κοίτα το ρολόι του σταθμού…». Εκείνη γύρισε το βλέμμα της και κοίταξε το μεγάλο ρολόι που κρεμόταν από το σκέπαστρο της αποβάθρας του σταθμού. Έδειχνε τέσσερις παρά πέντε.
«Τέσσερις παρά πέντε». Είπε και ο νεαρός της Μάρθας σε τόνο επιβεβαίωσης και συνέχισε. «Να τη θυμάσαι αυτή την ώρα είναι η στιγμή που το κάρμα σου και το κάρμα μου θα γίνει ένα. Μη σταματήσεις να πιστεύεις σ’ εμένα. Αν σταματήσεις θα χαθούμε».
Τότε η Μάρθα έσκυψε να τον φιλήσει στο μάγουλο και εκείνος χάθηκε. Η ίδια από τη μια στιγμή στην άλλη άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι της μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη.

œ

Δύο μέρες μετά έφτασε η στιγμή της εξέτασης του τελευταίου μαθήματος των πανελλαδικών. Λίγο πριν μπουν στη τάξη και ξεκινήσουν το γράψιμο η Μάρθα και η Αλίκη κάθονται σε μια γωνιά του προαυλίου και διαβάζουν τις λεπτομέρειες της τελευταίας στιγμής.
Το άγχος της Μάρθας έφτασε στο κόκκινο, αυτό φαινόταν από τον τρόπο που κρατούσε και γύριζε τις σελίδες του βιβλίου. «Ηρέμησε σε παρακαλώ. Δεν ωφελεί να είσαι αγχωμένη τώρα. Ότι είναι να γράψεις θα το γράψεις. Άσε στην άκρη το βιβλίο και ξεκούρασε το μυαλό σου».  Της είπε η Αλίκη ως πιο ψύχραιμη. Η Μάρθα την υπάκουσε και παράτησε το βιβλίο.
Σύντομα τα παιδιά μπήκαν στις τάξεις και οι εξετάσεις ξεκίνησαν. Η Μάρθα σε γενικές γραμμές έγραφε καλά. Η εξέταση ήταν διάρκειας τριών ωρών και εκείνη μέσα σε δύο ώρες είχε απαντήσει σε όλα τα θέματα.
Μόνο στο τέταρτο και τελευταίο θέμα έκανε ένα λάθος απροσεξίας. Έτσι την ώρα που έλεγχε το γραπτό της για τελευταία φορά πριν το παραδώσει, εμφανίστηκε δίπλα της το είδωλο του φύλακα άγγελου του ονείρου της και της είπε.
«Κοίτα καλύτερα το τέταρτο θέμα. Έχεις λάθος».
Η Μάρθα κοίταξε πιο προσεχτικά το τέταρτο θέμα και φυσικά βρήκε το λάθος. Τότε κοίταξε το είδωλο του νεαρού και του χαμογέλασε γλυκά.
Η Αλίκη που καθόταν από πίσω την κοίταξε και προσπάθησε να καταλάβει σε ποιον χαμογελά. «Σε ποιον γελάς;». Τη ρώτησε χαμηλόφωνα για να μην ακούσει ο περίγυρος μέσα στην αίθουσα.
«Σε κανέναν, εγώ τελείωσα. Φεύγω». Της απάντησε η Μάρθα και έπειτα παρέδωσε το γραπτό της και έφυγε.

œ


Ήταν γύρω στης είκοσι Αυγούστου. Η Μάρθα επέστρεψε από τις καλοκαιρινές της διακοπές στο Ναύπλιο που είχε πάει με την Αλίκη.
Πλέον το μόνο που περίμενε ήταν τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων και αυτά απ’ ότι είχε ακούσει θα ανακοινώνονταν από μέρα σε μέρα.
Ένα ήσυχο πρωινό λοιπόν που κατέβηκε από το σπίτι ν’ ανοίξει το βενζινάδικο, ενώ καθόταν αμέριμνη και περίμενε να σταματήσει κάποιο αυτοκίνητο να βάλει βενζίνη, εμφανίστηκε σαν σίφουνας η Αλίκη και φώναξε.
«Βγήκαν!». Η Μάρθα ανυποψίαστη τη ρώτησε.
«Ποια βγήκαν;».
«Τα αποτελέσματα παιδί μου! Τσακίσου να πάμε στο σχολείο!».
Αυτό ήταν. Ο πανικός σαν κολλητική ασθένεια μεταδόθηκε και στη Μάρθα. Να φανταστείτε από την αγωνία της φεύγοντας με την Αλίκη για το σχολείο, ξέχασε ξεκλείδωτο το μαγαζί. Ευτυχώς το πήρε χαμπάρι και γύρισε πίσω και το κλείδωσε έγκαιρα.
Όταν οι δύο κοπέλες έφτασαν στο σχολείο ο δρόμος που έβλεπαν μπροστά τους ήταν ένας. Αυτός που οδηγούσε στον πίνακα ανακοινώσεων.  
Φτάνοντας εκεί μπλέχτηκαν μέσα σε μία μάζα παιδιών που ενδιαφέρονταν για το ίδιο ακριβώς πράγμα, για τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
Μόλις στάθηκαν  μπροστά από το πίνακα, άρχισαν να ψάχνουν τις λίστες με τα ονόματα των επιτυχόντων μία προς μία για να βρουν τα ονόματά τους.
Χρειάστηκε λίγη ώρα για να τα βρουν και όταν τα βρήκαν και είδαν τι κατάφεραν, το πάρτι ξεκίνησε.
Η Αλίκη αγκάλιασε σφιχτά την Μάρθα και φώναξε. «Περάσαμε! Περάσαμε!!».
Περίμενε μία ανάλογη αντίδραση και από εκείνη. Όμως όχι, η Μάρθα διάβαζε και ξαναδιάβαζε άναυδη αυτό που είδε στη λίστα:

ΜΑΡΘΑ ΔΕΛΟΥΣΗ: ΕΠΙΤΥΧΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ  ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ.

Αμέσως το μυαλό της γύρισε στο όνειρο που είχε δει πριν καιρό με το πρίγκιπα της φαντασίας της. Εκείνος την είχε πάρει από το κρεβάτι της και ως διά μαγείας βρέθηκαν έξω από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης να της λέει, ότι από δω θα ξεκινήσει τη ζωή της και θα χτίσει το μέλλον της. Τώρα που ήταν ξύπνια έβλεπε μπροστά της ότι πέρασε σε μια σχολή αυτού του πανεπιστημίου. Αν δεν είναι αυτό μια σατανική συνομωσία της μοίρας, τότε τι είναι;
Μετά το σχολείο η Μάρθα με την Αλίκη πήγαν για καφέ. Σ’ αυτό το καφέ η Μάρθα ήταν αμίλητη και έντονα σκεπτική. Προσπαθούσε να εξηγήσει μέσα στο μυαλό της, πως γίνεται πριν λίγο καιρό ο πρίγκιπας της φαντασία της να τη ταξίδεψε μέσα στον ύπνο της μέχρι το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και μόλις σήμερα να μαθαίνει ότι πέρασε σε μια σχολή αυτού ακριβώς του πανεπιστημίου. Όσο και να προσπαθούσε όμως, η αλήθεια ήταν μία. Τέτοιου είδους θέματα επιδέχονταν μόνο μεταφυσική εξήγηση.
Η Αλίκη όμως ήθελε κουβέντα, γι’ αυτό και διέκοψε τις σκέψεις της λέγοντας. «Αμάν ρε Μάρθα! Δώσε μου λίγη σημασία! Τι σκέφτεσαι τόσο έντονα;».
«Μου συμβαίνει κάτι Αλίκη και προσπαθώ να το εξηγήσω».
«Εμένα θα μου πεις;».
«Θα σου πω, αν και είμαι σίγουρη ότι θα γελάσεις μαζί μου».
Έτσι λοιπόν η Μάρθα είπε στην Αλίκη για το όνειρο που είχε δει πριν λίγο καιρό με το γνωστό νεαρό και πως βρέθηκε μαζί του μέσα στον ύπνο της έξω από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Της είπε ακόμα πως δε θεωρεί καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τελικά πέρασε στη νομική σχολή αυτού του πανεπιστημίου.
Η Αλίκη που θεώρησε όλα αυτά ασύλληπτες φαντασιώσεις της Μάρθας, όπως ήταν αναμενόμενο γέλασε ακατάπαυστα.
Η Μάρθα εκνευρίστηκε από το σπαστικό παρατεταμένο γέλιο της και της είπε επιτακτικά. «Σταμάτα! Δε μπορώ να σ’ ακούω να γελάς μαζί μου. Το ήξερα ότι δε θα με καταλάβεις. Ήταν λάθος μου που σου μίλησα. Όταν αποφασίσεις να πάρεις στα σοβαρά αυτά που σου λέω και να με βοηθήσεις, έλα να με βρεις!». Σηκώθηκε και έφυγε από τη καφετέρια αρκετά εκνευρισμένη.
Μάταια η Αλίκη έτρεχε πίσω της και της φώναζε να σταματήσει. Η Μάρθα δεν την άκουγε.

œ



ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ. . .

Η Μάρθα στο σπίτι της μάζευε όλα της τα ρούχα. Είχε έρθει η ώρα να φύγει, αφήνοντας πίσω της το Αγρίνιο. Ποιος ξέρει; Ίσως και να μην ξαναγύριζε ποτέ σ’ αυτό το τόπο.
Το τρένο θα έφευγε από το σταθμό στις τέσσερις το απόγευμα για την Κομοτηνή όπου ήταν η έδρα της νομικής σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης.
Είχε όλο το χρόνο λοιπόν να συμμαζέψει τα πράγματά της, το σπίτι της και το βενζινάδικο, έτσι ώστε να μην αφήσει πίσω της καμία εκκρεμότητα.
Μέχρι να τα κάνει όλα αυτά το απόγευμα έφτασε. Σε λίγη ώρα έπρεπε να είναι στο σταθμό. Η βαλίτσα της ήταν έτοιμη, περίμενε τη φίλη της την Αλίκη. Μαζί θα πήγαιναν στο σταθμό για να αποχαιρετιστούν.
Η Αλίκη θα παρουσιαζόταν λίγο καιρό μετά στο τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών, στην Αθήνα όπου πέρασε. Έτσι θεώρησε υποχρέωσή της να είναι παρόν στην αναχώρηση της φίλης της για τη Κομοτηνή. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που οι δύο φιλενάδες θα τραβούσαν χωριστούς δρόμους.
Γύρω στις τέσσερις παρά είκοσι η Αλίκη χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της Μάρθας, έχοντας ένα ύφος σαν τη Μεγάλη Παρασκευή. Εκείνη της άνοιξε. Οι δύο φιλενάδες κοιτάχτηκαν για λίγο χωρίς να μιλήσουν. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά ανάμεσά τους. Καταλάβαινε κανείς ότι η στιγμή του αποχαιρετισμού αναμένονταν πολύ συγκινητική.
«Έτοιμη;». Ρώτησε η Αλίκη τη Μάρθα καθώς έστεκε στη πόρτα της.
«Ναι. Πάμε». Της απάντησε εκείνη.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα ήταν στο σταθμό και το τρένο για τη Κομοτηνή θα έφευγε σε πέντε λεπτά.
Μέσα σε πέντε λεπτά λοιπόν οι δυο κοπέλες έπρεπε να πουν αυτά που ήθελαν η μία στην άλλη και να αποχαιρετιστούν.
Η στιγμή όμως ήταν από εκείνες τις στιγμές όπου τα λόγια περιττεύουν. Έτσι η Αλίκη άνοιξε τα χέρια της και έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά της τη Μάρθα. Φυσικά χύθηκε αρκετό δάκρυ και από τις δύο.
Όταν η κατάσταση αποφορτίστηκε κάπως η Αλίκη είπε στη Μάρθα.
«Να προσέχεις ε! Και να μου τηλεφωνείς».
«Σίγουρα. Δε χανόμαστε εμείς. Να προσέχεις και συ εκεί στην Αθήνα που θα πας. Πες της μάνα σου να πηγαίνει να κοιτάει που και που το σπίτι και το μαγαζί. Να μου ποτίζει τους βασιλικούς που έχω στη βεράντα. Δε θέλω να μαραθούν».
«Μείνε ήσυχη θα της το πω».
Τότε ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου. «Πρέπει να φύγεις». Είπε η Αλίκη στη Μάρθα και συνέχισε. «Θα σε πάρει βράδυ μέχρι να φτάσεις εκεί πάνω».
Η Μάρθα γύρισε τυχαία για λίγο το κεφάλι της και κοίταξε το ρολόι του σταθμού. Της κόπηκε η ανάσα μ’ αυτό που είδε. Τέσσερις παρά πέντε ακριβώς. Το τρένο πίσω της σφύριζε επιτακτικά σημάδι πως έπρεπε να φύγει το συντομότερο.
«Αλίκη το όνειρο! Βγαίνει τ’ όνειρο!!». Είπε στη φίλη της ταραγμένη.
«Τι λες;». Τη ρώτησε η Αλίκη που δεν καταλάβαινε τι της έλεγε. Δεν υπήρχε χρόνος όμως για εξηγήσεις. Η Μάρθα πήρε τα πράγματά της και ανέβηκε γρήγορα στο τρένο.
Τα βαγόνια άρχισαν να κυλούν πάνω στις ράγιες. Καθώς το τρένο απομακρύνονταν από το σταθμό μια νέα ζωή με περισσότερη ουσία από τη προηγούμενη ανοίγονταν για τη Μάρθα. Η ίδια ήξερε πολύ καλά ότι παίρνοντας το πτυχίο της νομικής από τη σχολή της Κομοτηνής, θα ήταν πλέον ένας άνθρωπος με ταυτότητα και θέση στη κοινωνία και όχι μια νεαρά ιδιοκτήτρια βενζινάδικου στη περιοχή του Αγρινίου που δε της άρεσε καθόλου.
Σίγουρα αν ζούσαν οι γονείς της θα ήταν πολύ περήφανοι που τα κατάφερε τόσο καλά μόνη της.
Κοίταζε τη φύση γύρω της από το παράθυρο του βαγονιού ενώ το τρένο κινούνταν με ταχύτητα αστραπής πάνω στις ράγες.
Σε κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει προς τα μέσα. Το βαγόνι στο οποίο ανέβηκε ήταν άδειο. Υπήρχε μόνο ένας επιβάτης ο οποίος καθόταν με γυρισμένη τη πλάτη και η Μάρθα δε μπορούσε να τον δει κατά πρόσωπο.
Καθώς όμως προχωρούσε στο διάδρομο του βαγονιού για να καθίσει σε κάποιο κάθισμα, ο άνδρας σηκώθηκε από τη θέση του και η Μάρθα τον αντίκρισε κατάματα. Το πρόσωπο που είδε την άφησε άναυδη! Δεν ήταν δυνατόν να της συνέβαινε αυτό!!
Αφού δε κοιμόταν, πως ήταν δυνατόν να έβλεπε μπροστά της έναν νεαρό άνδρα που ήταν ολόιδιος με το παλικάρι που της έκλεψε τη καρδιά στα όνειρά της;!
Τα καστανά μαλλιά του, τα γαλάζια μάτια του, το τρυφερό λακκάκι στο πιγούνι του και όλο το σχήμα του προσώπου και του σώματός του έκαναν αυτό το νεαρό ολόφτυστο με τον νεαρό που έβλεπε στα όνειρά της η Μάρθα.
Όπως ήταν φυσικό της κόπηκαν τα πόδια της νεαρής. Δεν είναι και λίγο πράγμα να βλέπεις μπροστά σου καρμπόν τον άνθρωπο που επί χρόνια ονειρευόσουν!
Το πρόσωπο και τα χέρια της ιδρώσανε. Η βαλίτσα που κρατούσε της έπεσε και τότε πήρε το θάρρος και χάιδεψε το νεαρό άνδρα στο πρόσωπο για να διαπιστώσει αν αυτό που έβλεπε μπροστά της ήταν όντως πραγματικότητα ή ανήκε στη σφαίρα της φαντασίας της.
Όταν συνειδητοποίησε ότι αυτός ο νεαρός ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο είπε. «Δεν μπορώ να το πιστέψω! Είσαι εδώ! Υπάρχεις! Σε αγγίζω!».   
«Είσαι πανέμορφη!!». Της απάντησε ο νεαρός και συνέχισε. «Έλα να καθίσουμε έχουμε πολλά να πούμε».
Καθίσανε σε δύο θέσεις αντικριστά ο ένας στον άλλο. Τη συζήτηση ξεκίνησε η Μάρθα λέγοντας. «Δε το πιστεύω ότι σε βλέπω μπροστά μου! Σε ονειρεύομαι από μικρό κορίτσι με τόσο έντονο τρόπο που στο τέλος πίστεψα ότι υπάρχεις κάπου, και να που δεν έπεσα έξω. Έζησα μαζί σου στα όνειρά μου μία δεύτερη ζωή. Πως σε λένε;». Ο νεαρός έκλεισε τρυφερά τα χέρια της Μάρθας μέσα στα δικά του και της είπε.
«Πέτρο». 
«Το ίδιο ακριβώς όνομα είχες και στα όνειρά μου».
«Το ξέρω καρδιά μου και φαντάζομαι ότι το δικό σου όνομα είναι… Μάρθα;».
«Ναι».
«Ήμουν σίγουρος. Ξέρεις, έβλεπα και εγώ από μικρός στα όνειρα μου ένα κορίτσι να με συντροφεύει. Όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε και αυτό. Τώρα πλέον έρχεται στον ύπνο μου έχοντας το πρόσωπό σου. Την λένε Μάρθα».
«Πως το εξηγείς αυτό;».
«Φαίνεται Μάρθα, πως εμείς οι δύο σε μια προηγούμενη ζωή ζήσαμε μία καρμική αγάπη και είναι γραφτό μας να τη ζήσουμε και στην τωρινή». Η φωνή του ήταν σαν μελωδικό κελάιδισμα, ικανή να συγκινήσει κάθε γυναίκα. 
Η Μάρθα δεν έχασε χρόνο. Τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλί γεμάτο πάθος στα χείλη. Έπειτα του είπε.
«Ας μη χάνουμε χρόνο. Σε θέλω!». Φιλήθηκαν ξανά και η συνέχεια αυτού του φιλιού δόθηκε εκεί στο άδειο βαγόνι με την τέλεση μιας ερωτικής πράξης που δεν είχε προηγούμενο. Η Μάρθα γινόταν επιτέλους γυναίκα στα έμπειρα χέρια του Πέτρου. Τα κορμιά τους έτρεμαν από ηδονή τόσο που αισθανόταν ότι το ένα ήταν η συνέχεια του άλλου.
Το βράδυ πλέον φτάσανε στο προορισμό τους. Από τη στιγμή που πατήσανε το πόδι τους στη Κομοτηνή δε χώρισαν ποτέ ξανά.
Τελικά ο αληθινός έρωτας είναι γραμμένος μόνο μία φορά στο κιτάπι της μοίρας του ανθρώπου, γι’ αυτό οφείλουμε να τον ζήσουμε με υπέρμετρη ζωντάνια και ενθουσιασμό. Αν τον αφήσουμε να μας προσπεράσει ίσως να μην ξανάρθει ποτέ!
Είναι ένα συναίσθημα που έρχεται να προκαλέσει ευχάριστες ανατροπές στη προγραμματισμένη ζωή που ζούμε.
Μοιάζει με τον ιό που εισβάλει σ’ έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και εκεί που αρχεία, προγράμματα και εφαρμογές ήταν ρυθμισμένα να λειτουργούν ορθά, ξαφνικά απορυθμίζονται.


3ο Πανθεσσαλικό βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος 
των Εκδόσεων: Ήρα Εκδοτική-Νοέμβριος 2012


(Οποιαδήποτε προσπάθεια αναπαραγωγής του παραπάνω κειμένου,
μερική ή ολική, χωρίς την προηγούμενη άδεια του συγγραφέα, τιμωρείται 
με ποινικές κυρώσεις του Ν.2121/1993, περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας) 

Share on Google Plus

About ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου