Νικόλαος Φασούλας-Οικονομολόγος- Συγγραφέας

ads slot

Latest Posts:

ΣΚΕΨΕΙΣ & ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΕ 2 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ)




Η Μυρτώ Αθανασίου μια νεαρή φοιτήτρια της νομικής σχολής Αθηνών βγήκε με τη παρέα της να γιορτάσει τα δέκατα ένατα γενέθλιά της. Ένας ξάστερος ουρανός και ένα ελαφρύ αεράκι έκαναν τη βραδιά ιδανική για κάτι τέτοιο.
Πήγαν όλοι μαζί στο μπαρ που ιδιοκτήτης ήταν το αγόρι της, ο Κώστας. Οι φίλοι της Μυρτώς, αλλά και η ίδια θα χαρακτηρίζονταν ως μια παρέα με ιδιαίτερη ζωντάνια αλλά και ενθουσιασμό. Από τη πρώτη στιγμή που μπήκαν μέσα στο μαγαζί δε σταμάτησαν να χορεύουν και να γελούν παρασύροντας και τους υπόλοιπους θαμώνες.
Σε κάποια στιγμή τα φώτα του μαγαζιού χαμήλωσαν λιγάκι. Ο Dj έβαλε να παίξει στη κονσόλα του το γνωστό τραγούδι των γενεθλίων στην αγγλική του έκδοση.
Τότε εμφανίστηκε ο Κώστας κρατώντας στα χέρια του μία τούρτα με δεκαεννέα κεράκια. Την άφησε στο τραπέζι που καθόταν η Μυρτώ με τη παρέα της και της είπε.
«Πριν τα σβήσεις μωρό μου, κλείσε τα μάτια και κάνε μια ευχή».
Η Μυρτώ έκλεισε τα μάτια της και έκανε μια ευχή από μέσα της. Έπειτα έσβησε τα κεράκια. Ο Κώστας τη ρώτησε.
«Μπορώ να μάθω τι ευχή έκανες;».
«Όχι». Του απάντησε με νάζι η Μυρτώ κάνοντας τη παρέα να γελάσει. Ο Κώστας δε κρατήθηκε και της έδωσε ένα γλυκό φιλί στο στόμα.
Το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε με χορό και πολλά γέλια. Κατά τη μία τα μεσάνυχτα η Μυρτώ σκέφτηκε το πατέρα της που ήταν μόνος στο σπίτι. Έπρεπε να πάει να του κάνει παρέα.
Έτσι ανακοίνωσε στους φίλους της ότι πρέπει να φύγει και ότι αν θέλουν εκείνοι μπορούν να μείνουν να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους.
Οι φίλοι της δυσαρεστήθηκαν όπως ήταν φυσικό αλλά τελικά την άφησαν να φύγει.
Δε θα μπορούσε να φύγει από το μαγαζί η Μυρτώ χωρίς να χαιρετήσει το αγόρι της.
Πήγε λοιπόν στο μπαρ που καθόταν ο Κώστας και έπινε μια βότκα και του είπε.
«Μωρό μου πρέπει να φύγω».
«Από τώρα;». Τη ρώτησε απορώντας.
«Ο πατέρας μου μωρέ είναι μόνος του στο σπίτι και δεν αισθάνομαι καλά όταν τον αφήνω έτσι».
«Καλά τότε, πήγαινε. Εμείς θα τα πούμε και αύριο».
«Καλώς». Του είπε η Μυρτώ και του έδωσε ένα τελευταίο φιλί για καληνύχτα. Έκανε να φύγει, όμως γύρισε και ρώτησε το Κώστα.
«Να σου πω Κωστή μου, μήπως έχεις καμιά τούρτα ακόμα και κεράκια; Θέλω να τη πάρω σπίτι, να γιορτάσω και με το μπαμπά τα γενέθλιά μου».
«Τέτοια ώρα δε θα κοιμάται ο άνθρωπος;».
«Φέρε εσύ και βλέπουμε».
Ο Κώστας πήγε στη κουζίνα του μαγαζιού του και της έφερε μια τούρτα και ένα κεράκι. Της είπε.
«Τυχερή είσαι. Κάνουν συχνά γενέθλια παρέες εδώ και τις τούρτες της έχω πάρει χονδρικής. Ορίστε, μια τούρτα και ένα κεράκι».
«Αγάπη μου είσαι γλύκα! Σε λατρεύω! Γεια».
«Γεια. Θα τηλεφωνηθούμε».
Με τη τούρτα ανά χείρας η Μυρτώ πήρε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι της

œ

Την ίδια στιγμή στο σπίτι του ο Ανδρέας Αθανασίου ήταν σε άθλια κατάσταση. Με ένα μπουκάλι ουίσκι παρέα έπνιγε το πόνο του. Αυτό συνήθιζε να κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια από τότε που πέθανε η γυναίκα του η Σοφία.
Για το θάνατό της δε σταμάτησε ούτε μια μέρα να έχει τύψεις, αφού ο ίδιος έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης.
Καθώς λοιπόν άδειαζε τα ποτήρια το ουίσκι το ένα μετά το άλλο και βυθιζόταν όλο και περισσότερο στο μεθύσι η μνήμη του γύρισε στο παρελθόν, στη βραδιά που η Σοφία σκοτώθηκε. Τα πάντα ξύπνησαν στο μυαλό του και αισθανόταν ότι τα βίωνε μπροστά του για δεύτερη φορά.
Όλα έγιναν πριν πέντε χρόνια. Την ημέρα που βγήκαν να γιορτάσουν την επέτειο του γάμου τους. Εκείνο το βράδυ ο Ανδρέας και η Σοφία πήγαν σ’ ένα ακριβό εστιατόριο. Τα πάντα ήταν υπέροχα από την αρχή της βραδιάς. Το ζευγάρι αντάλλασσε συνεχώς γλυκόλογα και μέλωνε όλο και πιο πολύ.
Για πρώτη φορά όμως τότε ο Ανδρέας ήπιε υπερβολικά και μέθυσε. Όταν σηκώθηκαν να φύγουν επέμενε να οδηγήσει ο ίδιος, παρά την παρότρυνση της Σοφίας να μη το κάνει.
Στο δρόμο για το σπίτι ο Ανδρέας, ζαλισμένος καθώς ήταν έχασε την αίσθηση του κινδύνου και οδηγούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το αποτέλεσμα ήταν να παραβιάσει τη προτεραιότητα σε μία διασταύρωση και να συγκρουστεί σφοδρά μ’ ένα φορτηγό που εκείνη την στιγμή διέσχιζε το δρόμο.
Από τη σύγκρουση αυτή η Σοφία ανασύρθηκε νεκρή και ο Ανδρέας γλύτωσε με μερικές γρατσουνιές χάρη στον αερόσακο που άνοιξε έγκαιρα.
Όλες αυτές οι εικόνες στροβίλιζαν έντονα στο μυαλό του Ανδρέα, γι’ αυτό και όταν η μνήμη του γύρισε στη πραγματικότητα ένιωσε φοβερό πονοκέφαλο. Έπιασε με τα χέρια το κεφάλι του και άρχισε να το σφίγγει μήπως αισθανθεί καλύτερα, όμως μάταια. Τότε μπήκε στο σπίτι η Μυρτώ με τη τούρτα στα χέρια, το κεράκι πάνω σ’ αυτήν αναμμένο και αναφώνησε.
«Χρόνια μου πολλά!!».
Μπήκε στο σπίτι χαμογελαστή και χαρούμενη, αλλά μόλις αντίκρισε το πατέρα της σ’ αυτή την άθλια κατάσταση μέθης, το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της και η διάθεση της έπεσε στα τάρταρα.
«Γιατί έγινες πάλι έτσι;». Τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Ο Ανδρέας σήκωσε το κεφάλι του και τη κοίταξε. «Που ήσουν;!». Τη ρώτησε με αυστηρό ύφος. 
«Πήγα να γιορτάσω με του φίλους μου τα γενέθλιά μου. Έφερα μια τούρτα να τα γιορτάσουμε και μαζί». Είπε η Μυρτώ και πρόταξε τη τούρτα για να τη δει ο πατέρας της.
Ο Ανδρέας σηκώθηκε από το καναπέ όπου καθόταν και τη πλησίασε παραπατώντας από το μεθύσι. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο μίσος. Έδειχνε να μην καταλάβαινε ποιον είχε απέναντι του εκείνη τη στιγμή. Με μια πολύ νευρική κίνηση πέταξε τη τούρτα από τα χέρια της Μυρτώς στο πάτωμα και άρχισε να της φωνάζει.
«Ποιος σου είπε ότι έχω όρεξη για χορούς και πανηγύρια;!! Δε θέλω τίποτα!! Δε θέλω κανέναν!!! Στο διάολο όλοι!!! Στο διάολο και συ!!!».
Τα μάτια του Ανδρέα πετούσαν φλόγες από τη κακία. Ήταν εκτός εαυτού. Η κακία εκείνης της στιγμής τον ώθησε να σπρώξει με δύναμη τη Μυρτώ, με αποτέλεσμα εκείνη να πέσει στο πάτωμα.
Καθώς έπεφτε προς τα μπρος η Μυρτώ συνέβη κάτι τραγικό. Χτύπησε τα μάτια της στη ξύλινη, μυτερή γωνία που είχε το τραπεζάκι του σαλονιού.
Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που σύντομα έχασε τις αισθήσεις της και από τα μάτια της άρχισε να τρέχει αίμα. Ο Ανδρέας την έβλεπε αναίσθητη στο πάτωμα μέσα στο μεθύσι του και νόμιζε ότι του κάνει πλάκα. Γι’ αυτό και έλεγε. «Έλα Μυρτώ σήκω, τέρμα η πλάκα». Και όσο έβλεπε ότι εκείνη δεν ανταποκρινόταν γινόταν πιο ανυπόμονος. «Σήκω σου λέω! Μη παίζεις με τα νεύρα μου!!».
Κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά μόνο όταν είδε μια κηλίδα αίματος να τρέχει στο πάτωμα. Τότε γονάτισε και τη γύρισε ανάσκελα. Μόλις είδε το βαθύ τραύμα στα μάτια της τρομοκρατήθηκε. Τη χτυπούσε απαλά στο πρόσωπο μήπως συνέλθει αλλά κανένα αποτέλεσμα.
Στο τέλος ειδοποίησε κλαίγοντας ασθενοφόρο και τη μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο.

œ

O γιατρός στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε η Μυρτώ έκρινε τη κατάστασή της πολύ σοβαρή με μια πρώτη ματιά. Την υπέβαλε σε μία σειρά εξετάσεων που διήρκησαν πολλές ώρες.
Όλες αυτές τις ώρες, ο Ανδρέας ακολουθούσε κατά πόδας το φορείο με τη Μυρτώ σε όλους τους θαλάμους που έμπαινε για εξετάσεις. Έφτανε μέχρι τη πόρτα και μετά οι γιατροί που την ανέλαβαν του απαγόρευαν την είσοδο.
Όταν όλες οι εξετάσεις τελείωσαν ο επιβλέπων γιατρός με μία μαγνητική τομογραφία στα χέρια του κατευθύνθηκε στο γραφείο του και ζήτησε από τον Ανδρέα να τον ακολουθήσει.
Εκεί του προσέφερε πρώτα ένα πικρό καφέ για να συνέλθει από τη μέθη και να μπορέσουν να μιλήσουν για τη κατάσταση της κόρης του.
Αφού ο Ανδρέας ήπιε το καφέ και συνήλθε πλήρως, ρώτησε το γιατρό. «Λοιπόν γιατρέ πως είναι η κόρη μου;».
«Ακούστε κύριε Αθανασίου, δε μ’ ενδιαφέρει πως τραυματίστηκε η κόρη σας κατά αυτό τον τρόπο, ούτε γιατί όταν μας τη φέρατε ήσασταν τύφλα στο μεθύσι. Αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως εμένα είναι η υγεία του ασθενούς, και ως προς αυτό τα πράγματα δε βαίνουν καθόλου καλώς».
«Δηλαδή;». Αποκρίθηκε ο Ανδρέας νιώθοντας ένα κόμπο στο στομάχι γι’ αυτά που πρόκειται να ακούσει παρακάτω. Ο γιατρός του είπε ευθέως.
«Κύριε Αθανασίου, η κόρη σας έχει υποστεί ένα ισχυρό σοκ από το χτύπημα. Αυτό σημαίνει ότι για αρκετό καιρό δε θα έχει επαφή με το περιβάλλον. Δε θα μιλά και δε θα αντιδρά. Θα είναι σαν ένα ανθρώπινο άγαλμα. Σε ότι αφορά το τραυματισμό στα μάτια της μπορώ να σας πω μετά βεβαιότητας ότι έχει χάσει πλήρως την όρασή της. Ο κερατοειδής των ματιών έχει σπάσει και δε χωρά επέμβαση μεταμόσχευσης».
Τα χτυπήματα ήταν απανωτά για τον Ανδρέα μ’ αυτά που άκουγε. Πόσα έπρεπε να πληρώσει ακόμα αυτός ο άνθρωπος για τα λάθη του;
Σαν μια ύστατη ελπίδα ν’ ακούσει κάτι ευχάριστο, ρώτησε το γιατρό.
«Υπάρχει καμιά ελπίδα βελτίωσης γιατρέ;».
«Είναι νωρίς να μιλάμε για κάτι τέτοιο. Πραγματικά δε ξέρω, έχουμε δρόμο μπροστά μας κύριε Αθανασίου. Σκέφτομαι μάλιστα να ζητήσω να τη μεταφέρουμε σ’ ένα κέντρο αποκατάστασης και ψυχικής υγείας που γνωρίζω για να έχω μια πιο άρτια παρακολούθηση απ’ ότι εδώ. Θα χρειαστεί μακρά νοσηλεία».
«Κάντε ότι καλύτερο μπορείτε για τη κόρη μου, γιατρέ. Σας παρακαλώ!». Του είπε ικετεύοντας ο Ανδρέας.
«Να είστε βέβαιος».
«Μπορώ να τη δω;».
 «Δε νομίζω ότι έχει νόημα σήμερα, είναι πολύ κουρασμένη».
«Σας παρακαλώ!». Οι ικεσίες του Ανδρέα διαδέχονταν η μία την άλλη. Εκείνη τη στιγμή αισθανόταν ότι αν ο γιατρός τον άφηνε να δει για λίγο το παιδί του θα είχε τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει το κακό που έκανε στο σπλάχνο του και ίσως έβρισκε τη δύναμη να της ζητήσει ένα βουβό συγνώμη.
Με τις πολλές ικεσίες τελικά ο γιατρός άφησε τον Ανδρέα να τη δει για μερικά λεπτά.
«Καλά. Μπορείτε να τη δείτε για λίγο, αλλά από μακριά». Του είπε.
«Εντάξει».
Φορώντας ποδιά χειρουργείου, σκούφο, μάσκα και γάντια χειρουργικά ο γιατρός συνόδευσε τον Ανδρέα στο θάλαμο της εντατική που νοσηλευόταν η Μυρτώ.
Δε τον άφησε να μπει μέσα στο θάλαμο. Του επέτρεψε να τη δει από το παράθυρο που υπήρχε.
Αντικρίζοντας ο Ανδρέας την τραγική κλινική εικόνα του παιδιού του, δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει βουβά. Σε κάποια στιγμή μονολόγησε. «Τι σου έκανα κορίτσι μου; Τι μου έφταιξες;!».
Ο γιατρός τον άφησε για λίγο μόνο και μπήκε στο θάλαμο για να δει αν η μηχανική υποστήριξη με την οποία ήταν συνδεδεμένη η Μυρτώ λειτουργούσε σωστά.
Όταν βγήκε του είπε. «Πηγαίνετε τώρα κύριε Αθανασίου. Μη κάνετε άλλο κακό στον εαυτό σας».
Ο Ανδρέας μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο επέστρεψε στο σπίτι πραγματικό ράκος! Δε μπόρεσε να κοιμηθεί ούτε λεπτό. Πήρε όλα τα μπουκάλια με το αλκοόλ και τα άδειασε ένα προς ένα στον νιπτήρα του μπάνιου. Ορκίστηκε να μην πιει ποτέ ξανά στη ζωή του, για κανέναν λόγο.

œ
      17 Απριλίου 2010…

Ένα χρόνο μετά από εκείνο το τραγικό τελικά βράδυ τα πράγματα παρέμειναν σχεδόν στην ίδια κατάσταση. Η Μυρτώ μεταφέρθηκε από το νοσοκομείο όπου ήταν, σ’ ένα πρότυπο κέντρο αποκατάστασης και ψυχικής υγείας. Παρόλα αυτά όμως δε παρουσίασε σημάδια βελτίωσης. Εξακολουθούσε να είναι καθηλωμένη σ’ ένα κρεβάτι, βυθισμένη στο δικό της βουβό κόσμο και στο απόλυτο σκοτάδι των ματιών της.
Αν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε συμβεί, σήμερα θα γιόρταζε με τη παρέα της τα εικοστά της γενέθλια.
Ο πατέρας της, ο Ανδρέας έμενε στο σπίτι του. Την επισκεπτόταν συχνά στο κέντρο και αυτό θα έκανε και σήμερα.
Σιδέρωσε και φόρεσε το καλό του το κουστούμι. Πήρε και μια τούρτα. Έστω και σ’ αυτή τη κατάσταση που ήταν η Μυρτώ θα γιόρταζαν τα γενέθλιά της, με την ελπίδα ότι έτσι θα ξεφύγει από το βουβό της κόσμο και θ’ αρχίσει ν’ αντιδρά λίγο.
Φεύγοντας κλείδωσε τη πόρτα του σπιτιού και εκείνη τη στιγμή άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά, το αγνόησε όμως.
Σ’ ένα τέταρτο περίπου ήταν έξω από το κέντρο. Ευτυχώς ήταν κοντά στο σπίτι του και είχε άμεση πρόσβαση αν χρειαζόταν οτιδήποτε η Μυρτώ.
Ανέβηκε τρέχοντας στον όροφο που ήταν το δωμάτιό της. Όταν όμως μπήκε μέσα στο θάλαμο δε τη βρήκε στο κρεβάτι της. Ήταν μια νοσοκόμα εκεί και άλλαζε τα σεντόνια.
«Συγνώμη, εδώ ήταν η κόρη μου, που πήγε;». Τη ρώτησε. Η νοσοκόμα τον κοίταξε μ’ ένα παγωμένο βλέμμα. «Είστε ο πατέρας της Μυρτώς Αθανασίου;». Τον ρώτησε και εκείνη.
«Ναι». Της απάντησε ξερά ο Ανδρέας.
«Περιμένετε εδώ, θα φωνάξω το γιατρό».
Ο Ανδρέας περίμενε στο δωμάτιο και η νοσοκόμα πήγε να φωνάξει το γιατρό. Δε μπορούσε να καταλάβει τι συνέβη. Ούτε που φανταζόταν τι θα άκουγε παρακάτω.
Ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο και τον κοίταξε με το ίδιο παγωμένο βλέμμα όπως η νοσοκόμα.
«Που είναι γιατρέ το παιδί μου; Μιλήστε! Γιατί δε μιλάτε;!».
«Κύριε Αθανασίου βρίσκομαι σε πάρα πολύ δύσκολη θέση… Δε βρίσκω λόγια να σας πω αυτό που συνέβη…».
«Τι σημαίνουν όλα αυτά γιατρέ; Δε καταλαβαίνω! Εξηγείστε μου!!».
«Η κόρη σας κύριε Αθανασίου… Απεβίωσε».
Η Μυρτώ έφυγε από τη ζωή βουβή και αμίλητη. Απίστευτο! Ένα βαρύ πένθος σκέπασε τη ψυχή του Ανδρέα μαζί μ’ ένα βουνό από ενοχές.
Αν δεν είχε πιει δε θα έχανε το έλεγχο και δε θα χτυπούσε τη Μυρτώ. Εκείνη δε θα έπεφτε, δε θα σοκαρίζονταν και δε θα έχανε το φως της.
Όλα αυτά όμως ήταν υποθέσεις. Η πραγματικότητα ήταν άλλη, η Μυρτώ πέθανε. Αυτή τη πραγματικότητα ο Ανδρέας προσπαθούσε να την αποφύγει διακαώς. Έλεγε και ξανάλεγε. «Μου λέτε ψέματα! Μου λέτε ψέματα…!».
Ο γιατρός όμως ήταν ειλικρινής. «Κύριε Αθανασίου ποτέ δε θα αστειευόμουν με κάτι τέτοιο. Λυπάμαι».
Έτσι ο Ανδρέας συνειδητοποίησε τη πραγματικότητα και άρχισε να κατηγορεί ανοιχτά τον εαυτό του. «Ανάθεμά με…». Είπε πικραμένος και συνέχισε. «Ανάθεμα τη τύχη μου! Ήταν ένα νέο κορίτσι που δε μου έφταιξε σε τίποτα!». Τα δάκρυα του πόνου φάνηκαν στα μάτια του.
Ο γιατρός τον άκουγε αμίλητος με κατανόηση. Όταν τον είδε πιο ήρεμο του συνέστησε να γυρίσει στο σπίτι του και του υποσχέθηκε ότι θα αναλάβει ο ίδιος τη φροντίδα της σωρού της.
Ο Ανδρέας τον υπάκουσε και σηκώθηκε να φύγει. Φεύγοντας το μόνο που ρώτησε το γιατρό ήταν.
«Πως πέθανε το βλαστάρι μου γιατρέ;».
«Το ισχυρό σοκ που αντιμετώπιζε πέρασε σε στάδιο σοβαρού ψυχολογικού προβλήματος που δυστυχώς ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστεί με φάρμακα. Ο οργανισμός καταβλήθηκε και έτσι σήμερα το πρωί τη βρήκαμε νεκρή». 
«Η τραγική ειρωνεία γιατρέ είναι ότι σήμερα είχε τα γενέθλιά της. Απίστευτο δεν είναι; Πέθανε την ίδια μέρα που γεννήθηκε».
«Η ζωή κύριε Αθανασίου είναι απρόβλεπτη. Κανείς δε τη ξέρει, λυπάμαι πραγματικά. Έκανα ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να σώσω τη κόρη σας. Πηγαίνετε σπίτι σας τώρα. Δε σας κάνει καλό να είστε εδώ».
«Πάω. Από σήμερα βυθίζομαι στην απόλυτη μοναξιά. Δε περιμένω τίποτα. Δεν ελπίζω σε τίποτα».
Με αργά βήματα ο Ανδρέας βγήκε από το κέντρο βυθισμένος στη θλίψη του.  Από σήμερα θα κουβαλούσε πάνω του την ενοχή για δύο θανάτους. Μέχρι σήμερα τον κυνηγούσαν οι ερινύες για το θάνατο της γυναίκας του. Από σήμερα θα το κυνηγούσαν και για το θάνατο της κόρης του.
Βγαίνοντας από το κέντρο είδε στο περίβολο το μικρό εκκλησάκι που υπήρχε. Μετά από πολύ καιρό ένιωσε την ανάγκη να έρθει σε επαφή με το Θεό.
Έτσι μπήκε μέσα και γονάτισε μπρος στην ωραία πύλη του ιερού. Παρέμεινε σιωπηλός, εκείνη τη στιγμή η μόνη φωνή που ακούγονταν ήταν αυτή που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής του. Η φωνή αυτή έλεγε.
“Θεέ μου, ίσως είμαι ανάξιος να ζητώ το έλεός σου για όσα προκάλεσα στους ανθρώπους μου αλλά το έχω ανάγκη. Φύλαγε τη γυναίκα μου και το παιδί μου στο παράδεισο σου και δώσε σ’ εμένα το ανάξιο τέκνο σου μια δεύτερη ευκαιρία να διορθώσω τα λάθη μου. Προκάλεσα πολύ πόνο στον εαυτό μου, έμεινα μόνος. Δείξε μου σε παρακαλώ το δρόμο της λύτρωσης”
Η προσευχή του Ανδρέα τελείωσε. Κατά ένα περίεργο τρόπο εκείνη τη στιγμή ένα αόρατο χέρι του απάλυνε το πόνο. Σκούπισε με το μαντίλι του τα δάκρυα που έτρεξαν από τα μάτια του και κίνησε να φύγει.
Τότε μπήκε στο εκκλησάκι, ένα μικρό, τυφλό κοριτσάκι συνοδευόμενο από μία νοσοκόμα για να προσευχηθεί. Ήταν περίπου έξι χρονών, ξανθό και όμορφο σαν άγγελος.
Ο Ανδρέας σταμάτησε και το κοίταξε την ώρα που στεκόταν μπρος στην εικόνα της Παναγίας και έλεγε.
«Παναγίτσα μου, εσύ που αγαπάς όλα τα παιδάκια του κόσμου φύλαγε τη μαμά και το μπαμπά μου που είναι άγγελοι στον ουρανό και κάνε να βρω γρήγορα πάλι το φως μου. Είμαι μικρό παιδάκι και το σκοτάδι το φοβάμαι. Θέλω να δω όλα τα ωραία χρώματα που υπάρχουν γύρω μου».
Το μικρό κορίτσι συνέχιζε να προσεύχεται. Ο Ανδρέας συγκινήθηκε από τα όμορφα λόγια που το άκουσε να λέει. Έτσι πλησίασε τη νοσοκόμα και τη ρώτησε.
«Συγνώμη δεσποινίς, τι συμβαίνει με το κοριτσάκι;». Η νοσοκόμα του απάντησε χαμηλόφωνα για να μην ακούσει η μικρή.
«Τραγική ιστορία κύριέ μου! Η οικογένειά της είχε ένα ατύχημα πριν δύο χρόνια. Στο σπίτι που έμεναν έγινε έκρηξη φιάλης υγραερίου. Οι γονείς σκοτώθηκαν στη προσπάθειά τους να προστατεύσουν τη μικρή. Δε μπόρεσαν όμως να τη προστατεύσουν πλήρως και η έκρηξη της δημιούργησε πρόβλημα στην όραση».
«Υπάρχει ελπίδα να ξαναδεί;».
«Υπάρχει. Αν υποβληθεί σε επέμβαση κερατοειδούς, χρειάζεται μόσχευμα. Το κέντρο ψάχνει από τη πρώτη στιγμή και εδώ και στο εξωτερικό για μέλος αλλά κανένα μέχρι σήμερα δεν είναι συμβατό. Ας ελπίσουμε να βρεθεί σύντομα».
«Πάνω απ’ όλα η ελπίδα».
«Σίγουρα!». 
Τότε η μικρή φώναξε τη νοσοκόμα να τη βοηθήσει δίνοντας της το χέρι  της να στηριχτεί.
Φεύγοντας, το κοριτσάκι παρόλο που δεν έβλεπε αισθάνθηκε τη παρουσία του Ανδρέα μέσα στο εκκλησάκι. Είπε λοιπόν στη νοσοκόμα.
«Στέλλα, δεν είμαστε μόνες μας εδώ. Το αισθάνομαι, άκουσε και κάποιος άλλος τη προσευχή μου σήμερα».
«Είναι ένας κύριος εδώ καρδιά μου». Της απάντησε η νοσοκόμα.
Ο Ανδρέας πλησίασε και είπε στη μικρή. «Εγώ άκουσα τη προσευχή σου μικρούλα μου».
«Ποιος είστε εσείς;».
«Με λένε Ανδρέα, εσένα;».
«Αλίκη».
«Αλίκη, έχεις πολύ ωραίο όνομα. Γλυκό και όμορφο σαν εσένα».
«Γιατί είστε εδώ; Αρρώστησε κάποιος από την οικογένειά σας;».
«Μια καλή νεράιδα μου ‘πε να έρθω να σε βρω και να σε προστατεύω».
«Αλήθεια;!».
«Ναι καρδιά μου».
«Τότε να έρθετε ξανά θα σας περιμένω».
«Να περιμένεις».
Η νοσοκόμα κοίταξε το ρολόι στο χέρι της. Η ώρα είχε περάσει, η μικρή Αλίκη έπρεπε να επιστρέψει στο θάλαμο νοσηλείας της. Να φάει και να κοιμηθεί. Έτσι και έγινε, αφού χαιρέτησε τον Ανδρέα επέστρεψε στο θάλαμό της.
Ο Ανδρέας από την άλλη ένιωσε ένα φως ελπίδας μέσα στη πονεμένη του ψυχή γνωρίζοντας τη μικρή Αλίκη και την τραγική της ιστορία. Ένιωσε ότι αυτό το μικρό κοριτσάκι είναι η δεύτερη ευκαιρία που του δίνει η ζωή για να διορθώσει τα λάθη του.
Έτρεξε πίσω στο κέντρο να βρει τον υπεύθυνο γιατρό του κοριτσιού και τα κατάφερε.
Κλειστήκανε μαζί σ’ ένα γραφείο και μιλήσανε για ώρα. Ο Ανδρέας του εξήγησε όλη την ιστορία του θανάτου της κόρης του και εκείνος τον κοίταγε αποσβολωμένος.
Εκείνο όμως που άφησε πραγματικά άφωνο τον γιατρό ήταν η επιθυμία του Ανδρέα να κάνει εξετάσεις για να διαπιστωθεί αν ο κερατοειδής του είναι κατάλληλο μόσχευμα για την επέμβαση που χρειάζεται η μικρή Αλίκη και σε περίπτωση που ήταν να μπει στο χειρουργείο να του αφαιρεθεί και να δωριθεί στο μικρό κοριτσάκι.  
Στην αρχή ο γιατρός ήταν εντελώς αρνητικός μ’ αυτή την επιθυμία του Ανδρέα και αυτό γιατί αν του αφαιρούσε τον κερατοειδή για να τον μεταμοσχεύσει στη μικρή Αλίκη, ο ίδιος θα έχανε για πάντα το φως του.
Μάταια προσπαθούσε ο γιατρός να τον μεταπείσει. Ο Ανδρέας είχε πάρει την απόφασή του. Του εξήγησε ότι αυτός ήταν ένας τρόπος για να εξιλεωθεί από τις τύψεις για το θάνατος της κόρης του.
Έτσι κατάφερε το γιατρό να του κλείσει ένα ραντεβού για τις απαραίτητες εξετάσεις.
Όλα αυτά βέβαια θα γινόταν δίχως η μικρή Αλίκη να γνωρίζει κάτι. Στην όλη ιστορία έπρεπε να τηρηθεί άκρα μυστικότητα.
Με λίγο πιο ανάλαφρη τη καρδιά του από το πόνο, ο Ανδρέας επέστρεψε στο σπίτι του. Η επόμενη μέρα για τον ίδιο ήταν δύσκολη, ήταν η μέρα κηδείας της Μυρτώς. Τη συνόδευσε στην τελευταία της κατοικία εντελώς μόνος. Καθώς έβλεπε τη σωρό της να κατεβαίνει στο τάφο και να σκεπάζετε με χώμα, σκεφτόταν ότι αποχαιρετά μια ψυχή, αλλά ίσως έχει μια δεύτερη ευκαιρία να χαρίσει ζωή σε μια άλλη ψυχούλα που το είχε ανάγκη. Στη μικρούλα Αλίκη.     
œ

     Ο Ανδρέας περίμενε υπομονετικά το γιατρό της μικρής Αλίκης στο γραφείο του να γυρίσει από την ιατρική επίσκεψη που της έκανε.
Σήμερα ήταν η μεγάλη  μέρα. Σε λίγο θα υποβαλλόταν σε μια σειρά εξετάσεων για να διαπιστωθεί αν ο κερατοειδής του είναι κατάλληλος για μεταμόσχευση στη μικρή Αλίκη.
Η αγωνία του είχε αγγίξει το κόκκινο. Για να εκτονωθεί χτυπούσε τα δάχτυλα των χεριών του ρυθμικά πάνω στο γραφείο καθώς περίμενε.
Ο γιατρός ήρθε, καλημέρισε τον Ανδρέα, έπειτα του είπε.
«Η κατάσταση της μικρής Αλίκης είναι σταθερή. Είστε απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό που πάμε να κάνουμε κύριε Αθανασίου;».
«Απόλυτα γιατρέ. Παρακαλάω να έχω το κατάλληλο κερατοειδή για τη μικρή Αλίκη».
«Και δε σας νοιάζει που θα χάσετε την όρασή σας; Είμαι υποχρεωμένος να το ρωτώ αυτό μέχρι να βεβαιωθώ ότι είστε ψυχολογικά έτοιμος».
«Έχασα τους ανθρώπους μου από δική μου ευθύνη γιατρέ. Δε με φοβίζει το να χάσω το φως μου λοιπόν».
Μετά από αυτή την απάντηση ο γιατρός δεν είχε κάτι άλλο να πει στον Ανδρέα. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του και έβγαλε μία υπεύθυνη δήλωση. Του είπε.
«Σ’ αυτό το χαρτί δηλώνεται ότι οι εξετάσεις που θα κάνουμε γίνονται με δική σας ευθύνη και ότι αποδέχεστε να δώσετε το κερατοειδή σας ως μόσχευμα σε περίπτωση που κριθεί κατάλληλος για την ασθενή που το χρειάζεται».
Ο Ανδρέας χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε ένα στυλό, συμπλήρωσε και υπέγραψε αυτή τη δήλωση.
Έπειτα ξεκίνησε η διαδικασία των εξετάσεων. Ήταν λίγο επίπονες, αλλά τον Ανδρέα λίγο τον ένοιαζε αυτό.
Αργά το απόγευμα ο γιατρός είχε στα χέρια του όλες τις εξετάσεις που χρειαζόταν. Ο Ανδρέας περίμενε έξω από το γραφείο του έχοντας ιδρώσει, να μάθει τα αποτελέσματα.
Του πήρε αρκετή ώρα του γιατρού να καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα. Όταν όμως ήταν σίγουρος πλέον, φώναξε τον Ανδρέα στο γραφείο του και του είπε.
«Κύριε Αθανασίου, είμαι απόλυτα βέβαιος πια. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα θαύμα της φύσης. Έχετε ακριβώς την ίδια μορφολογία στο κερατοειδή των ματιών σας μ’ αυτόν που χρειάζεται η μικρή Αλίκη για να ξαναδεί. Κοιτάω, ξανακοιτάω και δεν πιστεύω στα μάτια μου!».
Ο γιατρός δε πίστευε στα μάτια του και ο Ανδρέας στα αυτιά του. Επιτέλους η ζωή του χάριζε τη λύτρωση που αναζητούσε. Με το αίσθημα της δικαίωσης στα μάτια του, ρώτησε το γιατρό.
«Προχωράμε δηλαδή γιατρέ;!».
«Φυσικά! Θα κλείσω το συντομότερο χειρουργείο για την επέμβαση. Τώρα κιόλας θα πάω στο θάλαμο της μικρής να την ενημερώσω. Εσείς πηγαίνετε σπίτι σας και θα σας τηλεφωνήσω για την ημερομηνία του χειρουργείου».
Ο Ανδρέας έκανε να φύγει απόλυτα ευχαριστημένος και ήσυχος. Ο γιατρός όμως τον σταμάτησε και του είπε κάτι τελευταίο. «Κύριε Αθανασίου…».
«Τι είναι γιατρέ;». Στάθηκε και τον ρώτησε ο Ανδρέας.
«Μπορεί η ζωή να μη σας φέρθηκε καλά, όμως αυτό που κάνετε είναι γενναίο και οφείλω να σας το πω». Στα χείλη του Ανδρέα ζωγραφίστηκε ένα ελαφρύ χαμόγελο και έτσι απλά ευχαρίστησε το γιατρό και έφυγε.
Φεύγοντας πέρασε από το θάλαμο της μικρής Αλίκης. Την είδε από μακριά μέσα από ένα παράθυρο που υπήρχε. Ήταν χαμογελαστή και χαρούμενη, αγκάλιαζε ξανά και ξανά το γιατρό και την αποκλειστική της νοσοκόμα.
Προφανώς μόλις είχαν πει στο μικρό κορίτσι ότι βρέθηκε κάποιος που με τη βοήθειά του θα μπορέσει να ξαναδεί. Μόνο μ’ αυτά τα πολύ απλά για την ηλικία της λόγια θα μπορούσε να καταλάβει η μικρούλα Αλίκη.

œ
Η μέρα της επέμβασης έφτασε. Ο Ανδρέας είχε εδώ και δύο μέρες εισαχθεί στο κέντρο για τις απαραίτητες εξετάσεις πριν την επέμβαση.
Ήταν επτά η ώρα το πρωί. Μία νοσοκόμα τον ξύπνησε και του έδωσε να φορέσει τη χειρουργική ποδιά. Εκείνος αφού έκανε πρώτα ένα κρύο ντους τη φόρεσε με αργές κινήσεις. Η αλήθεια είναι πως μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν αποφασισμένος να το κάνει. Καθώς όμως φορούσε τη χειρουργική ποδιά το αίσθημα του φόβου φώλιασε μέσα του.
Τότε ακούστηκε η φωνή της λογικής να του λέει. “Δε μπορείς να κάνεις πίσω τώρα. Σ’ ένα μικρό κοριτσάκι γεννήθηκε η ελπίδα ότι θα ξαναδεί και συ το χρωστάς στη ψυχή της γυναίκα σου και της κόρη σου.”
Έτσι βγήκε φορώντας τη χειρουργική ποδιά από το μπάνιο και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο του δωματίου. Κοίταξε ψηλά το χρώμα του ουρανού, σε λίγη ώρα δε θα μπορούσε να το ξαναδεί και ήθελε να το χορτάσει.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο τραυματιοφορέας, μπήκε μέσα και του είπε. «Κύριε Αθανασίου το χειρουργείο είναι έτοιμο. Πρέπει να φύγουμε».
«Ναι». Απάντησε λες και ξεψυχούσε ο Ανδρέας.
Λίγη ώρα μετά βρισκόταν ξαπλωμένος στο πάγκο του χειρουργείου έχοντας δίπλα του τον γιατρό, ο οποίος λίγο πριν τον ναρκώσει για την επέμβαση του είπε.
«Σε λίγο θα σας ναρκώσω για να προχωρήσω στην επέμβαση. Θα νιώσετε το κεφάλι και τα μάτια σας να βαραίνουν και θα κοιμηθείτε. Όταν θα ξυπνήσετε ο δικό σας κόσμος θα είναι πλέον το σκοτάδι. Έχετε το δικαίωμα κύριε Αθανασίου ακόμα και τώρα να μην μ’ αφήσετε να προχωρήσω στην επέμβαση αν δε θέλετε».
«Προχώρα γιατρέ». Του είπε αποφασισμένος ο Ανδρέας. Ο γιατρός του έσφιξε συγκινημένος το χέρι και τον νάρκωσε.

œ

         Τρεις μήνες μετά…

Ο κερατοειδής που αφαιρέθηκε από τον Ανδρέα μεταμοσχεύθηκε ήδη στη μικρή Αλίκη και η όραση της αποκαταστάθηκε πλήρως. Μπορούσε να δει τα πάντα γύρω της και αυτό τη γέμιζε χαρά. Όμως είχε ένα κενό μέσα της. Ζητούσε επανειλημμένα από το γιατρό της να γνωρίσει τον άνθρωπο που τη βοήθησε να ξαναδεί. Εκείνος της έλεγε να κάνει υπομονή.
Ο Ανδρέας ζούσε πλέον στο απόλυτο σκοτάδι. Είχε αρχίσει να συνηθίζει τις νέες συνθήκες της ζωής του, που του επέβαλαν να φορά μαύρα γαλιά και να κρατά μονίμως το μπαστούνι των τυφλών για να κινείται ενστικτωδώς.
Σήμερα μάλιστα αποφάσισε να επισκεφθεί στο κέντρο αποκατάστασης και ψυχικής υγείας τη μικρή Αλίκη. Πληροφορήθηκε από το γιατρό της ότι ήθελε διακαώς να γνωρίσει τον άνθρωπο που της χάρισε το φως της και είπε να μη της χαλάσει χατίρι.
Όταν έφτασε στο κέντρο και μπήκε στο θάλαμο που ήταν η μικρή Αλίκη, ο γιατρός της το πήρε από το χέρι και το πήγε κοντά της.
Η μικρούλα Αλίκη τρόμαξε όπως τον είδε με το μπαστούνι και τα μαύρα γαλιά. Δε είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή της. Τρομαγμένη τον ρώτησε.
«Ποιος είστε εσείς;». Ο γιατρός της, της είπε.
«Ο άνθρωπος αυτός Αλίκη μου είναι που σε βοήθησε να ξαναδείς. Επέλεξε να μη βλέπει ο ίδιος για να μπορείς να δεις εσύ όλα αυτά τα όμορφα πράγματα στη ζωή».
Μετά από αυτό που της είπε ο γιατρός, η μικρή Αλίκη δε ξεκολλούσε από την αγκαλιά του Ανδρέα για ώρες θέλοντας να του δείξει την αγάπη της.
Σε κάποια στιγμή η μικρή Αλίκη και ο Ανδρέας έμειναν μόνοι στο θάλαμο. Τότε το κοριτσάκι τον ρώτησε.
«Θείε Ανδρέα, γιατί ήθελες τόσο πολύ να με βοηθήσεις να δω; Δεν είμαι το παιδί σου, ούτε με γνώριζες πριν».
Ο Ανδρέας της απάντησε περιγράφοντας τις τραγικές στιγμές στη ζωή του σαν ένα γλυκό παραμύθι από εκείνα που δεν τρομάζουν τα μικρά παιδιά, με την ελπίδα ότι θα καταλάβει.
Αργά το βράδυ έπρεπε να φύγει πλέον από το κέντρο. Φεύγοντας άκουσε τη μικρή να του λέει τα εξής καταπληκτικά λόγια.
«Θείε Ανδρέα, αυτό που έκανες θα το έκαναν μόνο ο μπαμπάς μου και η μαμά μου που είναι στο Χριστούλη. Θες να γίνεις εσύ ο μπαμπάς μου;».
Είχε πολύ καιρό να ακούσει τη λέξη μπαμπά ο Ανδρέας και συγκινήθηκε. Δε έγινε όμως μόνο θεωρητικά ο πατέρας της μικρής Αλίκης αλλά και ουσιαστικά. Λίγο καιρό μετά την υιοθέτησε και ζούσαν μαζί σ’ ένα άνετο σπίτι με κήπο. Έπαιζαν και γελούσαν παρέα όλη την ημέρα. Όσο η μικρή Αλίκη μεγάλωνε και καταλάβαινε ότι ο θετός της πατέρας την είχε ανάγκη σε κάποια μικροπράγματα της καθημερινότητας επειδή δεν έβλεπε ήταν πάντα δίπλα του αδιαμαρτύρητα.
Από την άλλη ο Ανδρέας συζητούσε συνέχεια για διάφορα θέματα μ’ αυτό το κορίτσι καθώς ωρίμαζε. Επειδή δε μπορούσε να τη δει από τις απαντήσεις που έπαιρνε σ’ αυτές τις συζητήσεις που έκαναν αισθανόταν πάντα σχεδόν ότι είχε απέναντί του την αδικοχαμένη κόρη του Μυρτώ. Οι απόψεις της Αλίκης για διάφορα θέματα ταυτίζονταν πλήρως μ’ αυτές που θα είχε η Μυρτώ αν ήταν στη ζωή.
Πιστέψτε με όμως, η Αλίκη δεν είχε μόνο ταύτιση απόψεων με την αδικοχαμένη Μυρτώ. Όσο μεγάλωνε εμφανισιακά της έμοιαζε όλο και περισσότερο. Μόλις η Αλίκη έγινε δεκαεννέα χρόνων ήταν σαν η Μυρτώ να αναστήθηκε, τόσο πολύ της έμοιαζε!
Ήταν σαν ο Θεός να μην έσπασε ποτέ το αρχικό καλούπι της Μυρτώς και την κατάλληλη στιγμή το πήρε και την έφτιαξε ξανά από την αρχή. Αυτό θα έλεγε σίγουρα και ο Ανδρέας αν μπορούσε να τη δει.
Τελικά όλοι αξίζουμε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Μόνο που καμιά φορά η ίδια η ζωή, μας τη δίνει πολύ πιο εύκολα απ’ ότι οι άνθρωποι.        
     
3ο Πανθεσσαλικό βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος 
των Εκδόσεων: Ήρα Εκδοτική-Νοέμβριος 2012


(Οποιαδήποτε προσπάθεια αναπαραγωγής του παραπάνω κειμένου,
μερική ή ολική, χωρίς την προηγούμενη άδεια του συγγραφέα, τιμωρείται 
με ποινικές κυρώσεις του Ν.2121/1993, περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας) 







Share on Google Plus

About ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου